στερεοτυπικός

στερεοτυπικός
η , ό[ν] полигр, стереотипный, относящийся к стереотипии, стереотипу;

στερεοτυπικόν μηχάνημα — стереотипная машина;

στερεοτυπική πλάξ — стереотип


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "στερεοτυπικός" в других словарях:

  • στερεοτυπικός — ή, ό, Ν αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην στερεοτυπία («στερεοτυπική πλάκα»). [ΕΤΥΜΟΛ. < στερεοτυπία. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Εφημερίς] …   Dictionary of Greek

  • στερεοτυπικός — ή, ό επίρρ. ά, αυτός που αναφέρεται στη στερεοτυπία: Πήρε καινούρια στερεοτυπικά μηχανήματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»